- άμαξα και άρμα
- Δύο πανάρχαια μέσα συγκοινωνίας, γνωστά με διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε όλους τους λαούς.
Η ά. γεννήθηκε από την προσαρμογή στο έλκηθρο (που ήταν γνωστό από το 7000 π.Χ.) του τροχού, ο οποίος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά ως βιοτεχνικό και γεωργικό εργαλείο στους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας. Η ανεύρεση λογιστικών πινακίδων, που ανάγονται στο 3500 π.Χ., στον ναό του Ινάνα στο Έρεχ, έκανε δυνατή την αναπαράσταση, με βάση ορισμένα απλά σχεδιάσματα, της πρώτης προσαρμογής του τροχού στο έλκηθρο. Εξάλλου, η πρώτη ά. για την οποία υπάρχει μαρτυρία ανάγεται στο 3000 π.Χ. : εικονίζεται σε ανάγλυφο που βρέθηκε στην πόλη Ουρ και έχει επονομαστεί ά. των αιλουροειδών. Σε αυτή διακρίνονται οι πρώτοι τυπικοί συμπαγείς τροχοί που έχουν σχήμα δίσκου, με τρία τμήματα, τα οποία προσαρμόζονται στον άξονα με χάλκινα μπουλόνια. Σε αυτό τον τύπο ά., ο άξονας και ο τροχός αποτελούν ένα σώμα κι έτσι δεν περιστρέφεται ο τροχός, αλλά o άξονας σε ένα στήριγμα που έχει προσαρμοστεί στο πλαίσιο. Το πλαίσιο αυτό ήταν συνήθως μία και μοναδική σανίδα (στις νεκρικές άμαξες του Κις είχε διαστάσεις 45x56 εκ.), στην οποία ήταν πιθανότατα προσαρμοσμένος ο ρυμός ή τιμόνι. Η σανίδα δενόταν στον άξονα με ιμάντες, αν κι αυτό δεν είναι γενικά παραδεκτό, αφού ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν πως οι τροχοί γύριζαν ελεύθερα γύρω από τον άξονα. Αυτό επέτρεψε να κατασκευαστεί αργότερα μια ά. πιο εξελιγμένη, με τέσσερις ανεξάρτητους τροχούς και κινητό μπροστινό άξονα, στον οποίο είχε προσαρμοστεί ο ρυμός. Η εξημέρωση του αλόγου και η χρησιμοποίησή του για την έλξη της ά. με τη βοήθεια ζυγού ευνόησε την ακόμα μεγαλύτερη τελειοποίησή της, ώστε να γίνει κατάλληλη για μεγαλύτερη ταχύτητα και μικρότερη δύναμη του αλόγου, σε σύγκρισημε τα βόδια που οι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν την εποχή εκείνη για την έλξη. Μεταξύ 2000 και 1500 π.Χ. εμφανίζονται στην ανατολική Περσία οι πρώτοι στην ιστορία ακτινωτοί τροχοί.
Η ά., η οποία ίσως πρωτοεμφανίστηκε στους νομαδικούς λαούς, αφού πρώτα έγινε αποφασιστικό μέσο για την ανάπτυξη της γεωργίας, γρήγορα εξελίχθηκε και σε δραστικό πολεμικό όπλο. Το ιστορημένο ανάγλυφο των βασιλικών τάφων της Ουρ, που σήμερα βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου, δείχνει πέντε πολεμικά άρματα του 1500-3000 π.Χ. Οι συμπαγείς τροχοί, που αποτελούνται από δύο ημικυκλικά τμήματα ενωμένα με δύο πιάστρες, πιθανώς μεταλλικές, το κιβώτιο με τα χαμηλά πλαϊνά και το ψηλό στηθαίο για την προστασία του πολεμιστή και του ηνίοχου από τις εχθρικές επιθέσεις, δίνουν μια εικόνα –μαζί με ένα άλλο ά. που εικονίζεται κι αυτό στους βασιλικούς τάφους της Ουρ και στον τάφο του Καφατζιάχ– του τύπου ά. που θα χρησιμοποιηθεί σε όλο τον αρχαίο κόσμο, σύμφωνα με τους βασικούς κανόνες που προσδιόρισαν οι Χετταίοι· οι κανόνες αυτοί (αν εξαιρέσουμε μερικές προσθήκες και τροποποιήσεις που οφείλονται στην τεχνική εξέλιξη, όπως το ελάφρωμα του τροχού και ο πλουτισμός των διακοσμητικών στοιχείων) έμειναν αμετάβλητοι για αιώνες.
Ο μετασχηματισμός του τροχού από συμπαγή σε σταυρωτό και σε ακτινωτό και η ανεξαρτητοποίησή του από τον άξονα έθεσαν το όχημα στο κέντρο της κοινωνικής ζωής σε όλο τον κόσμο. Η διάδοσή του ευνόησε τις μεγάλες μεταναστεύσεις, την ανάπτυξη του πολιτισμού, του εμπορίου και της γεωργίας και εξυπηρέτησε τους μεγάλους πολέμους. Και μάλιστα, πριν ακόμα χρησιμοποιηθεί ευρύτατα για ειρηνικούς σκοπούς, το ά., φτάνοντας στην υψηλότερη τεχνική τελειοποίησή του, αποτέλεσε ουσιαστικό στοιχείο της στρατηγικής των αρχαίων χεττιτικών, μινωικών, μυκηναϊκών, φοινικικών, αιγυπτιακών, ασσυριακών, βαβυλωνιακών, περσικών, ετρουσκισκών και, σε μικρότερη κλίμακα, ελληνικών και ρωμαϊκών στρατευμάτων.
Τυπικό δείγμα του πολεμικού αυτού ά., ελαφρού και στέρεου, κλειστού από μπροστά και ανοιχτού από πίσω, ικανού να μεταφέρει με αρκετή ταχύτητα έναν ηνίοχο και έναν τοξότη, είναι το αιγυπτιακό ά. του Αρχαιολογικού Μουσείου της Φλωρεντίας, που ανήκει στην εποχή του Νέου Βασιλείου και το οποίο έχει ήδη δύο τροχούς με τέσσερις ακτίνες. Όμοιο την εποχή αυτήείναι το συροφοινικικό ά., καθώς και το αιγαιοκρητικό, το μυκηναϊκό και το αρχαϊκό ελληνικό. Οι αρμάμαξες της νεοχεττιτικής περιόδου (όπως το κυνηγετικό ά. του 11ου αι. π.Χ., που προέρχεται από το Αρσλαντεπέ και σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου) και τα ά. των Ασσυρίων και Βαβυλωνίων, που ασφαλώς έχουν προέλθει από αυτά, είναι πιο βαριά· αντίθετα με το καμπυλόγραμμο αιγυπτιακό, έχουν ορθογώνιο κιβώτιο, ικανό να μεταφέρει μεγαλύτερο αριθμό πολεμιστών· εξαιρετικό δείγμα αυτού του τύπου είναι το ά. του Ασσουρμπανιμπάλ (669-626 π.Χ.) των βασιλικών ανακτόρων της Νινευί. Από τους Ασσύριους και τους Βαβυλώνιους το πολεμικό ά. πέρασε στους Πέρσες, στους οποίους απέκτησε τόσο μεγάλη στρατηγική σημασία, ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί το θωρακισμένο ά. της αρχαιότητας. Είχε ισχυρές σιδερένιες αιχμές στον ζυγό των αλόγων και με πολύ κοφτερά κυρτά ξίφη σαν δρεπάνια (γι’ αυτό ονομαζόταν και δρεπανηφόρο) προσαρμοσμένα στον τροχό, είχε προορισμό να διασπά την εχθρική γραμμή και να διευκολύνει έτσι το έργο του πεζικού. Τέτοιο ήταν το ά. του Δαρείου, που εικονίζεται στο ψηφιδωτό της Πομπηίας με θέμα τη μάχη της Ισσού, και το ά. του Κύρου του Μεγάλου για το οποίο υπάρχει φιλολογική μαρτυρία στον Ξενοφώντα (Κύρου Ανάβασις).Στην αρχαία Ελλάδα, από τα μυθικά και ομηρικά χρόνια αναφέρεται η χρήση της ά. και του πολεμικού ά., που περιγράφονται με λεπτομέρειες στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια.Τα ά. αυτά ήταν χαμηλά, με δύο τροχούς που περιβάλλονταν από σιδερένιο στεφάνι, το επίσωτρο, και τα έσερναν δύο άλογα (ξυνωρίς), συχνά όμως και τρία ή τέσσερα (τέθριππα). Στο ά. ανέβαιναν δύο άνθρωποι (γι’ αυτό ονομαζόταν και δίφρος), ο ηνίοχος και ο παραβάτης. Στους κλασικούς χρόνους το ά. εξαφανίζεται από τη στρατιωτική τακτική.
Τα ά. με ηνίοχο και τοξότη, που κοσμούν τη ζωοφόρο του Παρθενώνα, αποτελούν συμβολική απότιση φόρου τιμής μιας εξαιρετικά πολιτισμένης και σοφής εποχής προς τους μακρινούς ηρωικούς χρόνους που είχε ψάλει ο Όμηρος.
O Μέγας Αλέξανδρος περιφρονούσε το πολεμικό ά. και μάθαινε στους στρατιώτες του, όταν πολεμούσαν εναντίον των Θρακών, ότι για να αποφεύγουν τα πλήγματα των φονικών αυτών πολεμικών μέσων θα έπρεπε να πέφτουν αμέσως καταγής και να χρησιμοποιούν την ασπίδα τους για να προφυλαχτούν. Και ο Ιούλιος Καίσαρας, όταν πολεμούσε εναντίον των Βρετανών που χρησιμοποιούσαν το πολεμικό ά., συνιστούσε στους στρατιώτες του να ανακόπτουν την ταχύτητα ή να σταματούν τα εχθρικά ά. ρίχνοντας στα πόδια των αλόγων αιχμηρά κομμάτια σίδερο (τριβόλους). Τα ά. όμως χρησιμοποιήθηκαν στην αρχαία Ελλάδα για αθλητικούς αγώνες (αρματοδρομίες), μεταφορά προσώπων και σε θρησκευτικές ή νεκρικές τελετές, ακόμα και όταν έπαυσαν να χρησιμοποιούνται ως πολεμικό μέσο.
Στην ιταλική χερσόνησο, η ά. χρησιμοποιήθηκε από την εποχή του ορείχαλκου. Ήταν βασικά μεταφορικό μέσο και την έσερναν δύο βόδια (plaustrum). O τύπος που υιοθέτησαν αργότερα οι Ετρούσκοι είναι ανατολικής προέλευσης. Από το 150-600 π.Χ., δηλαδή κατά την περίοδο του ελληνίζοντος ετρουσκικού πολιτισμού, διαδίδονται τα ά. με δύο και τέσσερα άλογα ως πολεμικά μέσα, αλλά και οι τετράτροχες σκεπαστές ά. για τη μεταφορά προσώπων και προμηθειών. Στη Ρώμη το ά. είχε εισαχθεί από τους Ετρούσκους, διαδόθηκε όμως κατά τους δημοκρατικούς και αυτοκρατορικούς χρόνους και χρησιμοποιήθηκε ελάχιστα για πολεμικούς σκοπούς. Αντίθετα, γρήγορα έγινε μεταφορικό μέσο προσώπων και χρησιμοποιήθηκε μάλιστα ευρύτατα κυρίως στους αθλητικούς αγώνες.
Από τη μεταφορική ά. του αρχαίου ανατολικού κόσμου ελάχιστα δείγματα έχουν σωθεί, είναι όμως δυνατόν να σχηματίσουμε μια ιδέα γι’ αυτήν από το ανάγλυφο της Αβύδου, όπου εικονίζεται η μάχη του Ραμσή Β’ εναντίον των Χετταίων (1296 π.Χ.)· σ’ αυτό το ανάγλυφο, δίπλα στα ελαφρότατα αιγυπτιακά ά. μάχης και τα χεττιτικά ά., υπάρχουν βαριές ά. κατάλληλες, όπως θα λέγαμε σήμερα, για τις υπηρεσίες επιμελητείας. Έχουμε επίσης δείγματα ασσυριακών μεταφορικών και αγροτικών α., που τις έσερναν βόδια και ένα άλογο στη μία πλευρά, δεμένο στο τιμόνι.
Με τις μεγάλες μεταναστεύσεις λαών από την Ανατολή, η ά. έφτασε και στον δυτικό κόσμο και κυρίως στις βόρειες περιοχές του, κατά την εποχή του ορείχαλκου και του σιδήρου, και στην αρχή χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για λατρευτικούς σκοπούς. Τέτοιες ήταν οι ά. που βρέθηκαν στο Ονενχάιμ της Αλσατίας, στο Ντέιμπγεργκ της Δανίας και η μεταγενέστερη που βρέθηκε στον πλούσιο βασιλικό τάφο των Βίκινγκς, στο Όζεμπεργκ της Νορβηγίας. Τον 5o και τον 4o αι. π.Χ. η ά. στη Δύση προσαρμόζεται σε πρακτικές χρήσεις και γνωρίζει μεγάλη διάδοση στους Κέλτες, αριστοτέχνες στη διακόσμηση του ζυγού των αλόγων με γεωμετρικά σχέδια. Εκτός από την τετράτροχη ά., οι Κέλτες χρησιμοποίησαν και έναν τύπο δίτροχης ά., ανοιχτής μπροστά, όπως αυτή που είχε χρησιμοποιηθεί πριν από πολλούς αιώνες στην Κύπρο.
Από τους Κέλτες έμαθαν και οι Ρωμαίοι να χρησιμοποιούν τη μεταφορική ά. και φαίνεται πως και η λέξη carruscarrum (= άμαξα) είναι κελτικής προέλευσης. Το ρωμαϊκό carpentum ήταν ά. με αδιάβροχο κάλυμμα και με λεπτή διακόσμηση, και τη χρησιμοποιούσαν ως μεταφορικό μέσο οι Ρωμαίες δέσποινες και αργότερα αποκλειστικά η αυτοκρατορική οικογένεια.
Όλες οι αρμάμαξες της αρχαιότητας, από τα ά. της Ουρ έως τα αιγυπτιακά, από τα ελληνικά έως τα ρωμαϊκά ά. και τις ά. των βόρειων και δυτικοευρωπαϊκών λαών, πολεμικές, μεταφορικές, τελετουργικές, είχαν πλούσια διακόσμηση σε όλα τα μέρη τους: στον ζυγό και στο κέντρο του τροχού, στο τιμόνι, στο κιβώτιο και στα πλαϊνά τους. Ορισμένα δείγματα που σώζονται έως σήμερα, όπως το αιγυπτιακό ά. του Μουσείου της Φλωρεντίας, το ετρουσκικό του Μοντελεόνε και το μαρμάρινο του Βατικανού, πλούσια διακοσμημένο με ανάγλυφα που η θεματολογία τους αντλείται από τον φυτικό και ζωικό κόσμο, δίνουν το μέτρο του υψηλού βιοτεχνικού επιπέδου στο οποίο είχαν φτάσει οι μεγάλοι πολιτισμοί του αρχαίου κόσμου στον τομέα της κατασκευής α. και α. Ακόμα και στην Άπω Ανατολή, στους σκυθικούς τάφους του όρους Αλτάι (6ος και 5ος αι. π.Χ.) βρέθηκαν υπολείμματα τετράτροχης ά., με ελαφρύ και στέρεο κουβούκλιο, λεπτότατα ζωγραφισμένο· το ίδιο και στην Κίνα, μερικά ορειχάλκινα αγγεία της δυναστείας Τσόου (1027-221 π.Χ.) μας παρέχουν δείγματα δίτροχων α. με καλαίσθητη διακόσμηση· αλλά και στις τοιχογραφίες της εποχής Χαν (206-220 μ.Χ.) βλέπουμε κομψές ά. περιπάτου με στέγη και ομπρέλες, με τροχούς που έχουν από οκτώ έως δεκαέξι ακτίνες. Οι ά. αυτές σύρονται από ένα ή περισσότερα άλογα που τρέχουν ελεύθερα.
Η καλαισθησία και η τεχνική αυτή χάνονται οριστικά στα πρώτα χρόνια του Μεσαίωνα, όταν είχαν επιζήσει αποκλειστικά και μόνο οι βαριές και χοντροκαμωμένες αγροτικές ά. και όταν μοναδικό μεταφορικό μέσο χερσαίων μεταφορών ήταν το άλογο.
Γύρω στο 1200, όμως, η ά. άρχισε και πάλι να χρησιμοποιείται ως μεταφορικό όχημα. Στην αρχή ήταν μικρές ά. του τύπου της ρωμαϊκής reda (τετράτροχο σκεπαστό όχημα), που τις χρησιμοποιούσαν μόνο οι πυργοδέσποινες και τις οποίες απαγορευόταν να χρησιμοποιούν γυναίκες άλλης τάξης, ακόμα και οι πλούσιες αστές. Το 1207, η Βεατρίκη, σύζυγος του Καρόλου του Ανδηγαυικού, μπήκε θριαμβευτικά στη Νάπολη πάνω σε μια ά. σκεπασμένη με πλούσια διακοσμημένο ύφασμα. Ο πάπας Γρηγόριος Γ’ (1271-76) έκανε την είσοδό του στο Μιλάνο πάνω σε μια ά. κλειστή γύρω-γύρω με τζάμια. Μόλις το 1300 εμφανίζεται ο πρώτος τύπος πραγματικής ά. για μεταφορά προσώπων, που κατασκευάστηκε για τον γάμο του Γκαλεάτσο Βισκόντι με τη Βεατρίκη του Έστε. Από την εποχή εκείνη διαδόθηκε ταχύτατα η χρήση της ά. σε όλες τις μεγάλες αρχοντικές οικογένειες της Ιταλίας και λέγεται ότι η σύζυγος του Γκαλεάτσο Σφόρτσα είχε δώδεκα ά., πλούσια διακοσμημένες, με χρυσοκέντητα και ασημοκέντητα υφάσματα. Αν και ήταν κλειστές, οι ά. αυτές διέφεραν ακόμα ουσιαστικά από εκείνες που άρχισαν να κατασκευάζονται στα μέσα του 15ου αι. και των οποίων η διάρθρωση έμεινε ουσιαστικά αναλλοίωτη έως τους νεότερους χρόνους. Ήταν ενός και μόνο τύπου με κιβώτιο που στηριζόταν στον άξονα. H βερονέζα είναι το κλασικό δείγμα αυτής της πρώτης ά. που χρησιμοποιήθηκε έως τα μέσα του 15ου αι., όταν έφτασαν από την Ουγγαρία οι πρώτες ά. με σύστημα ανάρτησης του κιβωτίου από τον άξονα, με λουριά και αλυσίδες. Έναν αιώνα αργότερα έγιναν οι πρώτες δοκιμές ανάρτησης του κιβωτίου με ελατήρια, οι οποίες όμως απέφεραν αρνητικά αποτελέσματα, εξαιτίας ίσως της γενικά κακής κατάστασης των δρόμων.
Στη Γαλλία, η ά. διαδόθηκε με βραδύτερο ρυθμό από την Ιταλία και το 1500 δεν υπήρχαν παρά μόνο τρεις ά. στο Παρίσι: μία για τη βασίλισσα, μία για την Άρτεμη του Πουατιέ και άλλη μία για έναν αυλικό τόσο παχύ, που δυσκολευόταν να χρησιμοποιήσει υποζύγιο ή να μετακινείται πεζός. Αντίθετα, η ά. ήταν πιο διαδεδομένη στις αυλές των Γερμανών ηγεμόνων, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που η σύζυγος του εκλέκτορα του Βρανδεμβούργου είχε μια πλούσια διακοσμημένη και επιχρυσωμένη ά. για τον εαυτό της και δώδεκα για την ακολουθία της, ενώ ο εκλέκτορας Ιωάννης Σιγισμούνδος είχε 36 με έξι άλογα η καθεμία.
Στα τέλη του 16ου αι. η Αγγλία δεν γνώριζε ακόμα τη χρήση της ά. Στη Γαλλία γνώρισε τη μεγαλύτερη αίγλη της τον καιρό των Λουδοβίκων IE’ και ΙΣΤ’· την εποχή εκείνη είχε διαδοθεί το αξιοθαύμαστο κουπέ (coupe), που ήταν ήδη γνωστό από τον καιρό του Λουδοβίκου ΙΔ’. Ένα άλλο περίφημο δείγμα επίσημης ά. ήταν αυτή που χρησιμοποιούσε η αυτοκρατορική οικογένεια της Αυστρίας, την οποία λένε ότι είχε ζωγραφίσει o Ρούμπενς.
Οι ά. πολυτελείας, όπως δείχνει ένα ιταλικό πρότυπο των μέσων του 17ου αι. που φυλάσσεται στο Μουσείο του Κλινί (Παρίσι), διακοσμούνταν ακόμη και με γλυπτά. Η επιδεικτική αυτή πολυτέλεια διατηρήθηκε έως τον 18o αι., όταν η βελτίωση του οδικού δικτύου είχε επακόλουθο τη γρήγορη ανάπτυξη της ταξιδιωτικής ά., ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης, που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις διακοσμήσεις και τα περιττά βάρη προς όφελος της ταχύτητας και της μεγαλύτερης εξοικονόμησης χώρου.
Δίπλα στις ιδιωτικές ά., ήδη από τον 17o αι., άρχισαν να χρησιμοποιούνται πρώτα στο Παρίσι και ύστερα στη Φλωρεντία οι ά. δημόσιας χρήσης. Στη Γαλλία, από την παρισινή πλατεία Σεν Φιάκρ, όπου εμφανίστηκε ο πρώτος σταθμός α. δημόσιας χρήσης, πήραν οι ά. αυτές το όνομα φιάκρ (fiacre) και το 1626 έκανε την εμφάνισή του το πρώτο omnibus (λεωφορείο).
Τον 19ο αι. η Αγγλία, που ήταν χρονικά η τελευταία χώρα στη χρήση της ά., άρχισε να κατασκευάζει τη μεγαλύτερη ποικιλία οχημάτων και να παράγει τα καλύτερα και στερεότερα χαλύβδινα ελατήρια που εξάγονταν σε όλο τον κόσμο. Τα αγγλικά καμπς (cambs, hansom-cab και glowler-cab) με δύο και τέσσερις τροχούς, τα πρώτα με θέση για τον οδηγό στο πίσω μέρος, τα άλλα με τον οδηγό μπροστά, όπως στις κοινές αγοραίες ά., υπήρξαν τα καλύτερα οχήματα της εποχής. Άλλοι τύποι οχημάτων της εποχής ήταν το λαντάου (landau), οι ά. εμπάιαρ (empire) με πολύ αναπαυτικό σύστημα ανάρτησης, το τίλμπερι (tilbury) και οι κλειστές ταξιδιωτικές ά. Η χρήση ελαφριών α. διαδόθηκε γρήγορα, ακόμα και μεταξύ των κυριών στην Αγγλία, στη Γαλλία και στο Μιλάνο, όπου μάλιστα είχαν επιβληθεί αυστηροί κανονισμοί, που μεταξύ άλλων απαγόρευαν την οδήγηση α. σε πρόσωπα που δεν είχαν συμπληρώσει τα 18 χρόνια.
Στο Παρίσι, το 1826, ενάμιση αιώνα και πλέον μετά την πρώτη ατυχή εμφάνισή του, ξαναγυρίζει το λεωφορείο που αυτή τη φορά το ευνοούσαν οι καινούργιες κοινωνικές συνθήκες.
Από τότε σταματά η ιστορία της ά. Με την εμφάνιση πρώτα του σιδηρόδρομου και έπειτα του κινητήρα εσωτερικής καύσης, η χρήση της συνεχώς περιοριζόταν και σήμερα η ά. επιζεί μόνο ως γραφικότητα· μαζί της εξαφανίζεται από τη σκηνή των πόλεων και το άλογο, που περιορίζεται πια σε ορισμένες αγροτικές περιοχές για την έλξη κάρων.
Τα κάρα, που χρησιμοποιούνται σήμερα σε περιοχές με αγροτική οικονομία, είναι συχνά διακοσμημένα και αποτελούν ένα χαρακτηριστικό και εξαιρετικά αξιόλογο στοιχείο της λαϊκής τέχνης.
Αγγλική άμαξα του 19ου αι.
Οι ταξιδιωτικές άμαξες συνδέθηκαν με την κοινωνική ζωή των δυτικών κοινωνιών για αιώνες.
Ορειχάλκινη μικρογραφία ετρουσκικού άρματος της αρχαιότητας (Μουσείο της Βίλα Τζούλια, Ρώμη. Φωτ. Ross).
Λιθογραφία του 19ου αι., που εικονίζει άμαξα τύπου λαντό.
Αρχαίο ελληνικό άρμα, λεπτομέρεια από παράσταση σε αθηναϊκό κρατήρα (8ος-7ος αι. π.Χ.).
Άμαξα του Φιλίππου Γ’, βασιλιά της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, κατασκευασμένη στις αρχές του 17ου αι. (Εθνικό Μουσείο Αμαξών, Λισαβόνα).
Άμαξα της Μαρίας Άννας της Αυστρίας, συζύγου του Ιωάννη Ε’, κατασκευασμένη στη Βιέννη το 1705 (Εθνικό Μουσείο Αμαξών, Λισαβόνα).
Μεγαλοπρεπής άμαξα, κατασκευασμένη στη Ρώμη γύρω στο 1716, για τον πρεσβευτή της Πορτογαλίας (Εθνικό Μουσείο Αμαξών, Λισαβόνα).
Πορτογαλική «καλές» («καλιάσκα») του 18ου αι., ελαφρύ δίτροχο εμπνευσμένο από ιταλικά πρότυπα (Εθνικό Μουσείο Αμαξών, Λισαβόνα).
Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΑΡΜΑΜΑΞΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
Λιθογραφία του 18ου αι. που τιτλοφορείται «Η άμαξα των Κρεμονέζων» και απεικονίζει πομπή πολιτών που πανηγυρίζουν για τα προνόμιά τους.
Ινδικό κάρο, τυπικό μεταφορικό μέσο στην Ινδία, το οποίο εξακολουθεί να χρησιμοποιείται ευρύτατα (φωτ. Baschieri-Salvadori).
Αγροτικό κάρο της ιταλικής περιοχής Μάρκες (φωτ. Sef).
Άμαξα πολυτελείας για τις τελετές στέψης των βασιλιάδων της Πορτογαλίας, κατασκευασμένη στο Λονδίνο το 1825 (Εθνικό Μουσείο Αμαξών, Λισαβόνα).
Άμαξα περιπάτου, δώρο του Βίκτορα Εμμανουήλ Β’ της Σαβοΐας στον πρίγκιπα Ντον Κάρλος ντι Μπραγκάντσα (Εθνικό Μουσείο Αμαξών, Λισαβόνα).
Ιταλική άμαξα κατασκευασμένη το 1860, χαρακτηριστικός τύπος της εποχής. (Μουσείο Επιστήμης και Τεχνικής, Μιλάνο· φωτ. Nat’s Photo).
Χαρακτηριστική ταξιδιωτική άμαξα, κατασκευασμένη στην Ιταλία το 1875 (Μουσείο Επιστήμης και Τεχνικής, Μιλάνο· φωτ. Nat’s Photo).
«Καρετέλα», τυπική ιταλική άμαξα του 1890 (Μουσείο Επιστήμης και Τεχνικής, Μιλάνο).
«Καμπριολέ» (μόνιππο), κατασκευασμένο το 1880 (Μουσείο Επιστήμης και Τεχνικής, Μιλάνο).
Άμαξα περιπάτου «αμερικέν», του 19ου αι. (Μουσείο Επιστήμης και Τεχνικής, Μιλάνο).
Τα κάρα, που χρησιμοποιούνται ακόμη σε πολλές αγροτικές περιοχές, αποτελούν συχνά εξαιρετικά στοιχεία τοπικής λαϊκής τέχνης, όπως αυτό το σικελικό κάρο (φωτ. Cascio).
Ιππήλατη άμαξα των αρχών του 20ού αι., από τις τελευταίες εκπροσώπους του είδους.
Μια Lancia Lamda της δεκαετίας του 1920 με αμάξωμα τορπέντο. Αυτός ο τύπος αμαξώματος ήταν ο πιο διαδεδομένος από τα πρώτα χρόνια του αυτοκινήτου έως την εποχή εκείνη.
Dictionary of Greek. 2013.